αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… … Dictionary of Greek
πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… … Dictionary of Greek
οστεοπόρωση — (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο… … Dictionary of Greek
σηραγγώδης — ες, / σηραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σῆραγξ, αγγος] (για όργανα τού σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ. γ. «σηραγγῶδες νεῡρον»,… … Dictionary of Greek
καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… … Dictionary of Greek